- χρῆναι
- χρήsumpres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неподобьно — (35) нар. к неподобьныи. 1.В 1 знач.: Аще къто расмащрѧѥть отъ попа женатааго акы неподобьно слѹживъшѹ ѥмѹ приношени˫а не приимати. да бѹдеть проклѧтъ. (μὴ χρῆναι) Там же, 87б; да наѹчатсѧ не за||прещати неподобно. КР 1284, 165а–б. 2. Во 2 знач … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подобьныи — (912) пр. 1.Подобный, похожий: клевештаи къ тебѣ на дрѹга своѥго. подобьнь ѥсть закалающѫѹмѹ брата своѥго. Изб 1076, 98 об.; ѡслаби мало. приимиже паче инѣмь подобьно хожениѥ. ѥго съ пользьныимь строиноѥ. (ὁμοίαν) ЖФСт к. XII, 158; трѧпеза бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… … Hofmann J. Lexicon universale
SARON — I. SARON locus Troezenis. Steph. II. SARON melius SAROHEN, civitas in tribu Simeon Ios. c. 19. v. 20. Latine princeps, vel canticum gratiae sive principis, vel cantici gratia. III. SARON sive SARONA, regio inter Caesaream et Ioppen. Item oppid.… … Hofmann J. Lexicon universale
ανθυπάρχω — ἀνθυπάρχω (Α) έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν») … Dictionary of Greek
επανασκοπώ — ἐπανασκοπῶ, έω (Α) [σκοπώ] εξετάζω ξανά, ανασκοπώ («δοκεῑ oὖv μοι χρῆναι ἐπανασκέψασθαι τί καὶ λέγω», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
καταγοητεύω — (AM καταγοητεύω) γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω αρχ. 1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.) 2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον 3. παθ. καταγοητεύομαι παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε… … Dictionary of Greek
προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… … Dictionary of Greek
υπολαλώ — έω, ΜΑ [λαλῶ] μσν. λέω κάτι έμμεσα, πλαγίως («βούλεται δὲ μᾱλλον ὑπολαλεῑν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὑτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῡν», Ευστ.) αρχ. 1. μιλώ χαμηλόφωνα 2. λέω κάτι κρυφά, ψιθυρίζω … Dictionary of Greek
χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… … Dictionary of Greek